- κωλυτήρ
- κωλυτήρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωλυτήρ — κωλυτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κωλύω] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι, κωλυτής* … Dictionary of Greek
κωλυτῆρες — κωλυτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXTISPICES — ab extis inspiciendis dicti sunt olim Auspices, qui e victimatum in aris occisarum visceribus, ex artis suae quae Extispicina dicta est, disciplina consideratis, sutura praedicebant; de qua Cic. Extis, inquit, omnes fere utimur. Haec viguit… … Hofmann J. Lexicon universale
κωλυτήριος — α, ο (Α κωλυτήριος, ία ον) [κωλυτήρ] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν) χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση αρχ. το … Dictionary of Greek
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek